19.1 C
Nafpaktos
Thursday, November 21, 2024
spot_img
spot_img

Λαογραφικά & ιστορικά της Ρούμελης: Ονομαστικές Γιορτές – Γλέντια στο σπίτι

spot_img

Γράφει η Σπυριδούλα Πιά 

Για την ημέρα αυτή ετοιμάζουν οι γυναίκες του σπιτιού γλυκά. Το κύριο γλυκό ήταν ο Μπακλαβάς, που πρέπει να ομολογήσουμε, ήταν εξαιρετικά φτιαγμένο και είναι το καλύτερο γλυκό στην Ελλάδα ο ονομαστός «Ρουμελιώτικος Μπακλαβάς». (Ο τρόπος παρασκευής του Μπακλαβά αυτού, θα βρείτε τις οδηγίες στο σχετικό φάκελο με τις σημερινές παραδοσιακές συνταγές).

Τον Μπακλαβά και όλη την προετοιμασία της ονομαστικής γιορτής και όχι μόνο, τον αναλάμβανε η Μάννα και οι μεγάλες κόρες του σπιτιού. Τα αγόρια έπαιρναν μέρος στο σπάσιμο των καρυδιών. Όταν έβγαζε από τον φούρνο τον Μπακλαβά, τον σιρόπιαζε και έκοβε τα κομμάτια σε σχήμα ρομβοειδές και έπαιρνε μια γαβάθα ξύλινη καλή (την παλιά εποχή δεν υπήρχαν ακόμη οι γυάλινες ή εμαγιέ) και έβγαζε πρώτα τις άκρες του γλυκού και τα μικρότερα κομμάτια και τα σπασμένα και τα έβαζε ξεχωριστά για να τα φιλεύει στα μικρά παιδιά στη γιορτή. Συνήθως στις γιορτές κερνούσαν τα παιδιά με χαλβά, εκείνα θύμωναν πολύ γι’ αυτό, γιατί τα εξαιρούσαν από τον μπακλαβά. Γι’ αυτό τα μικρά κομμάτια και τα τρίμματα τα έβαζε σε ένα πιάτο και φώναζε τα παιδιά η νοικοκυρά και το απολάμβαναν πραγματικά.

Εδώ θα αναφέρω ένα περίεργο έθιμο. Όταν έσπαγαν τα καρύδια για τον Μπακλαβά, τα τσόφλια δεν τα πετούσαν, αλλά τα μάζευαν σε μια σακούλα και την παραμονή της γιορτής τα σκόρπιζαν με προσοχή στο δρόμο μπροστά στο σπίτι, έτσι ώστε όποιος περνούσε έξω από το σπίτι έβλεπε ότι γιορτάζει το συγκεκριμένο σπίτι και έτσι μπορούσε να κάνει επίσκεψη. Ο επισκέπτης που έμπαινε για τα Χρόνια Πολλά, έπρεπε να πατάει τα τσόφλια για να προκόβει το σπίτι. Αν δεν έβλεπαν τσόφλια δεν πήγαιναν, γιατί το σπίτι για διάφορους λόγους δεν γιόρταζε.

Επίσης, όταν γιόρταζαν, την παραμονή της γιορτής η νοικοκυρά ή η κόρη, ζύμωνε από το ίδιο αλεύρι του Μπακλαβά, τις λειτουργιές (πρόσφορα ή σφραγίδα). Ζύμωνε, ας πούμε, ένα ταψί μέτριο ή μεγάλο, αναλόγως. Τις έψηνε με τη σιδερένια γάστρα πολύ όμορφα και ξεχώριζε δύο, τις καλύτερες για την πρωινή λειτουργία της Εκκλησίας.

Πρωί–πρωί σηκωνόταν, έπαιρνε από την προηγούμενη ημέρα σιτάρι, το έβαζε σε ένα όμορφο πιάτο ξύλινο ή εμαγιέ, αν υπήρχαν αυτού του είδους τα οικιακά σκεύη, και κατόπιν το στόλιζε. Στην επιφάνεια άπλωνε ψιλή ζάχαρη ομοιόμορφα, σταφίδες, σπόρους από ρόδι, καρύδια, σουμπρέλελς, ψιλοκομμένη κανέλλα κ.λπ..

Επίσης, έπαιρνε και δύο πρόσφορα (λειτουργιές) και ένα μπουκάλι «Νάμα» (κρασί αγνό και κάπως γλυκό, μ’ αυτό έκαναν την Αγία Κοινωνία) και σήμερα πολλοί το χρησιμοποιούν ως θεραπευτικό της αναιμίας και μια γυναίκα η Φωτούλα Μοσχανδρέου ισχυριζόταν ότι μια αδελφική της φίλη, είχε θεραπευτεί από λευχαιμία και ήταν από αυτό).

Το πιάτο με το σιτάρι και το ένα πρόσφορο, το κρατούσε και το έβαζε κάτω από την εικόνα της Παναγίας. Το άλλο το έδινε στον Ιερέα να προσκομίσει και γι’ αντίδωρο. Κάτω απ’ την εικόνα της Παναγίας, έβαζαν και οι υπόλοιποι συνεορτάζοντες, το πιάτο και το πρόσφορο. Στο τέλος, ο Ιερέας διάβαζε τα σπορικά του πιάτου. (Εδώ βλέπουμε σε μια ημέρα εορτής, ένα έθιμο όμοιο με αυτό των νεκρών, εδώ ίσως έχει την έννοια της ευλογίας από τον Άγιο που γιόρταζε για καλή σοδειά της χρονιάς, τόσο για το σίτο, όσο και για ευημερία γενικότερα). Όταν τέλειωναν οι ευχές του Ιερέα, τόσο το πιάτο με το σιτάρι, όσο και το ένα πρόσφορο το έπαιρναν στο σπίτι. Αυτό θα βρίσκεται στο μεσημεριανό τραπέζι ή και στο βραδινό. Αυτά όλα γίνονταν στην εκκλησία.

Την ημέρα της γιορτής, η προετοιμασία του σπιτιού άρχιζε από πολύ πρωί. στρώνονταν στη σάλα, ένα μεγάλο τραπέζι που σ’ αυτό έτρωγαν μόνο στις γιορτές όλοι μαζί, τις άλλες ημέρες έτρωγαν στο στρογγυλό τραπέζι που έβαζαν στο κέντρο της κουζίνας, που ταυτόχρονα ήταν και καθιστικό, όταν τέλειωναν το μάζευαν στην άκρη για να παίζουν τα παιδιά στο πάτωμα, με ανάλογα παιχνίδια.
Η νοικοκυρά ή οι κόρες έστρωναν στο τραπέζι το καλύτερο τραπεζομάντιλο, συνήθως κεντημένο, καλοσιδερωμένο και αστραφτερό. Κατόπιν στη μέση του τραπεζιού έβαζε μια πιατέλα γυάλινη ή ξύλινη με τον Μπακλαβά, αμέσως μετά έπαιρναν διαλεγμένα κάστανα, τα καθάριζαν με το μαχαιράκι από τις φλούδες και τα έβραζαν. Βρασμένα ωραία, τα άδειαζαν σε μια πήλινη γαβάθα, τα αλάτιζαν κι’ έριχναν από πάνω ψιλοτριμμένη ρίγανη και μοσχοβολούσαν.

Ταυτόχρονα απ’ το πρωί έκαναν ανεβατές τηγανίτες πολύ αφράτες. Το προζύμι το είχαν πιάσει από την προηγούμενη μέρα και ήταν ζυμωμένο, γι’ αυτό οι τηγανίτες φούσκωναν στο τηγάνισμα. Γέμιζαν μια γαβάθα με τηγανίτες και τις περιέλουζαν, όσο ήταν ακόμη ζεστές με μπόλικο μέλι, και την τοποθετούσαν και εκείνη στο τραπέζι. Έκοβαν μετά μικρά κομματάκια από τις λειτουργιές και από κρέας που είχαν ψήσει στη γάστρα και βάζαν μπόλικα κομμάτια στο τραπέζι. Τα παγούρια με το μελωμένο ρακί, δύο τσουκάλες χάλκινες με κοκκινέλι κρασί από το βαρέλι τους, σκεπασμένες και αυτές επάνω στο τραπέζι, έτοιμα όλα για σερβίρισμα. Μετά το σχόλασμα της εκκλησίας άρχιζαν οι επισκέψεις. Στην αρχή παρέες παρέες από συγγενείς πήγαιναν για τα Χρόνια Πολλά. Κατόπιν όταν έμπαιναν στο σπίτι χαιρετούσαν, λέγανε τις απαραίτητες ευχές και άρχιζαν το σερβίρισμα. Ο καθένας σερβιριζόταν μόνος του ότι ήθελε. Οι γυναίκες έτρωγαν Μπακλαβά και ταυτόχρονα δοκίμαζαν την ικανότητα της νοικοκυράς, στην επιτυχία του Μπακλαβά και να πουν ταυτόχρονα «Χρόνια Πολλά». Μετά το γλυκό ακουγόταν η ευχή για τα «Χρόνια Πολλά», «Γειά στα χέρια σου», ή «Γειά στα χέρια της κοπελιάς, της κόρης, γρήγορα να παντρευτείς και να φάμε και στο δικό σου σπίτι» κ.ά.. Οι άνδρες σερβίρονταν κι αυτοί μόνοι τους ότι ήθελαν, προπαντός μεζεδάκια και προτιμούσαν ιδιαίτερα τις τσουκάλες με το κρασί. Το σερβίρισμα κρατούσε όλη μέρα.

Στο σπίτι του πιο πλούσιου νοικοκύρη, που ήταν συνήθως ο Τσέλιγκας, όταν γιόρταζε ήταν πιο μεγάλες οι παρέες και γλεντούσαν αλλά και χόρευαν. Εκεί το γλέντι καμιά φορά κρατούσε όλη την νύχτα, ακολουθούσαν ευχές! «– Του χρόνου να ’μαστε πάλι όλοι μαζί να ξαναγιορτάσουμε!». Κάποιοι εκτός από το κρασί προτιμούσαν το μελωμένο ρακί. Ύστερα από αρκετά τσιμπολογήματα μεζέδων και κρασιού, ερχόταν η όρεξη για κάποιο τραγουδάκι του τραπεζιού. Πάντοτε σχεδόν έλεγαν το τραγούδι: «Σε τούτην την τάβλα Αντώνη μου (π.χ.) τί σκέπτεσαι τί ’σαι συλλογισμένος; – Παιδιά μου μη με βιάζετε και θα σας μολογήσω. Εψές μου ’ρθαν γράμματα από το γέρο Δήμο.  Από ’ξω λέει τ’ απόγραμμα και μέσα γράφ’ το γράμμα, ο Βεληγκέκας το σκυλί κι ο άπιστος ο φίλος, μου πήρε τη γυναίκα μου και το μωρό παιδί μου. Στα Γιάννενα τους πήγανε στ’ Αλή Πασά τα σπίτια. Κι’ ο Βελιγκέκας φώναξε κι ο Βεληγκέκας λέει: – Τι Καπετάνιος είσαι συ δεν ρίχνεις δυό ντουφέκια, να συναχθεί τ’ ασκέρι σου κι’ όλα τα παλληκάρια. Πιάνει σφυρίζει κλέφτικα κι ήρθαν όλα τα παλληκάρια, στρατοασκέρι του ’καμαν στενά τα’ ασπροποτάμου. Κι ο Κατσαντώνης έβαλε μ’ όλα τα παλληκάρια, το Βεληγκέκα σκότωσαν μ’ όλο του τ’ ασκέρι».

Όταν στην ονομαστική γιορτή γιόρταζε Κώστας έλεγαν:
«Αυτά τα μάτια Κώσταμ’ τ’ όμορφα
  τα φρύδια τα γραμμένα
  Αυτά με κάνουν Κώσταμ’ κι αρρωσταίνω
  με κάνουν και πεθαίνω
  Έβγαλε Κώσταμ’ το σπαθάκι σου                                         

(Λαογραφικό Μουσείο Ελατόβρυσης «Ιωάννης Φαρμάκης» Αποδοτίας ορεινής Ναυπακτίας)  

Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας “Εμπρός”  
                                                 

spot_img
Newspaper WordPress Theme
spot_img
Newspaper WordPress Theme
Newspaper WordPress Theme
Newspaper WordPress Theme

Περισσότερα

Newspaper WordPress Theme