Τα απογευματάκια, οι θαμώνες των καφενείων της Πλατείας Φαρμάκη, έπιναν αραχτοί το αγάδικο καφεδάκι τους. Γλυκό του κουταλιού, μυγδαλάκι, σταφύλι, συκαλάκι για να πάνε τα φαρμάκια κάτω. Γιατί όσο και να πεις η ζωή έχει κι απ’ αυτά και μάλιστα πολλά! Στον μεγάλο πλάτανο τα φλύαρα σπουργίτια, περνούσαν ζωή και κότα με όλες τις ανέσεις που απολαμβάνουν οι μπατιροτουρίστες. Ζεσταίναν τις φωνές τους, περιμένοντας να δώσει το εναρκτήριο πρόσταγμα ο Αρχισπούργος για την τελευταία συναυλία της ημέρας. Μετά να κουρνιάσουν και να ησυχάσουν όλοι από δαύτα! Είχες δεν είχες όρεξη, αυτά το πρόγραμμά τους θα το παρουσιάζανε! Έτρεχε ο κοσμάκης για τις δουλίτσες του. Γυναίκες όμορφες που πάνω τους, από την καφαλή έως τα νύχια, ήταν όλα ωραία και καλά!
Γυναίκες- λουλούδια που φυλλορροούσαν- κάναν πολλά και διάφορα με πούδρες και κοκκινάδια να παραμείνουν νέες, πήγαιναν τις επισκέψεις τους για να πιουν τσάι. Παιδιά της γειτονιάς, αγόρια και κορίτσια, που είχαν τελειώσει τα διαβάσματά τους ή που δε διάβαζαν ποτέ, παίζανε. Τα αρσενικά μπάλα, τα θηλυκά βολτίτσες, τριώτα, πεντόβολα, σχοινάκι, καλόγερο και άλλα καθισμένα στο πεζούλι που πλαισίωνε το ανατολικό άκρο της πλατείας ως το δρόμο, κάναν κουβέντες δικές τους, κοριτσίστικες.
Στο κομψό μπαλκόνι του νεοκλασικού που το ισόγειό του στέγαζε την Αγροτική Τράπεζα, η κυρά- Διομήδαινα κοιτούσε σαν κάποιον να έψαχνε… Τα χρονάκια της τα είχε. Ψηλή και αδύνατη, βέργα ήταν κάποτε. Για πότε έπεσε το πρώτο ψιλόχιονο στα πλαϊνά μαλλιά πάνω απ’ τα’ αυτιά, για πότε σωρός το χιόνι στις μαύρες της καπέτες, για πότε το ολόλευκο πρόσωπό της το χάραξαν οι γραμμές της παρακμής και έγινε σαν βαρδάτσα αποξηραμένη, ούτε που το κατάλαβε! Και ‘κεί που ήταν ακμαία, τα τσακίρικα μάτια της θόλωσαν και αυτή η πάθηση η αναθεματισμένη της λιγόστεψε το φως. Φοβόταν μην τσακιστεί και απέφευγε να κυκλοφορεί μονάχη της. Μέρα παρά μέρα, στην ευκαιρία του απογεύματός της, επισκεπτόταν τον αδερφό της που έμενε κοντά στο σπίτι του Γιωργάκη του Νόβα. Προς τη μεριά που ήταν και τα δυο φαρμακεία της Ναυπάκτου. Δυτικά του Αγίου Δημητρίου, το φαρμακείο του Κούμπιου και του Κοζώνη ανατολικότερα του ναού.
Ναι, η κυρά-Διομήδαινα έψαχνε τη γειτονοπούλα της την Κατερίνα να τη συνοδεύσει. Το κορίτσι με κρύα καρδιά άφηνε την παρέα και το παιχνίδι. Ήταν και που την κορόιδευαν οι φιλενάδες της «άντε τυχερούλα, σου έφεξε περίπατος πάλι». Η μικρή όμως είχε κι άλλον λόγο που δυσφορούσε στο κάλεσμα της γηραιάς κυρίας. Ένιωθε άσχημα φτάνοντας στο φαρμακείο όπου πάντα σταματούσαν για έναν χαιρετισμό. Στην άκρη του πάγκου, υπήρχε μια μεγάλη κυλινδρική γυάλα- κάτι σαν ενυδρείο- που μέσα κάναν ορθοκόλυμπο οι βδέλλες! Τις πιάναν στις σούδες λέει, και τις πουλούσαν για θεραπευτικούς λόγους, για αφαίμαξη! Ο υπερτασικός που δεν ήθελε τις κοφτές βεντούζες, έβαζε βδέλλα. Αυτή, ρούφαγε- ρούφαγε αίμα και όταν χόρταινε, έπεφτε μόνη της. Έτσι ο ασθενής γλίτωνε τη «συγκοπή», το «κεφαλιακό» και το «του ‘ρθε ταμπλάς». Ό,τι μπορούσαν κάναν οι άνθρωποι για να ζήσουν λιγάκι παραπάνω. Στο κορίτσι όμως τούτο το γιατροσόφι έφερνε αποτροπιασμό.
Βαριά η αγγαρεία. Μια καλή πράξη είπε να κάνει- όπως την είχε δασκαλέψει η μάνα της- και κονόμησε μεγάλον μπελά. Καθότι όμως κόρη καλής οικογενείας δεν της επέτρεπε η αγωγή της να αυθαδιάσει και να αρνηθεί! Μια, δυο, πέντε, κάτι έπρεπε να κάνει. Έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιό της. Σωστό μπορεί να μην ήταν! Το ήξερε, ντροπή της ήταν…Στην επόμενη επίσκεψη- μετά από βροχή- πιάνει αλά μπρατσέτα την κυρία, αλφαδιάζει και την οδηγεί από γούρνα σε γούρνα. Πλάτσα πλούτσα στα λασπόνερα, χωματόδρομος γαρ η οδός Τζαβέλα! Δεν άφησαν λακούβα απάτητη, εδώ εκεί να πέσουν… «Μάλλον θα φάω τα μούτρα μου και θα γίνω αγγελάκι κοντά στους προγόνους μου», σκέφτηκε η γυναίκα αποδίδοντας την κακή «πλοήγηση» στο νεαρόν της ηλικίας και τη βιασύνη της νιότης! Που να πάει το μυαλό της στο σχέδιο της μικρής. Μετά απ’ αυτό, αναζήτησε άλλον οδηγό, αφήνοντας ήσυχο το κορίτσι στα παιχνίδια του.
Ζαβολιάρικα, επινοητικά, διαόλου κάλτσα τα παιδιά και τότε και τώρα και πάντα!
Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας «Εμπρός»