Γράφει η Μάρθα Ασημακοπούλου
Χτισμένο το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα- δωρεά του Ανδρέα Συγγρού- το πρώτο δημοτικό σχολείο Ναυπάκτου, που ήταν και δικό μου σχολείο. Μπαίναμε όλα τα παιδιά από την κεντρική- δυτική πόρτα και για να προσέλθουμε στο μεγάλο προαύλιο- πίσω απ’ το σχολείο- χωριζόμασταν. Τα αγόρια από τον βόρειο διάδρομο, τα κορίτσια από τον νότιο. Χτισμένο σε σχήμα «Π», περιστοιχισμένο από ψηλή μάντρα. Μικρός κήπος με τριανταφυλλιές και γιασεμιά, ζουμπούλια, ίτσα και μενεξέδες, κατά μήκος της μεγάλης βεράντας. Εδώ υπήρχαν κυψέλες που κάναμε μάθημα για τον βίο και την πολιτεία της μέλισσας. Στη βορειοανατολική γωνία του προαυλίου, ήταν το υπόστεγο ( νέα διώροφη πτέρυγα σήμερα). Εκεί βγαίναμε διάλειμμα όταν έβρεχε. Στη μια του πάντα, μακρόστενος «νεροχύτης» με τις βρύσες απ’ όπου πίναμε νερό.
Είχαμε και έναν επιστάτη, τον κύρ- Κώστα. Γλυκύτατος, άγιος άνθρωπος! Δούλευε- δούλευε σαν το μυρμήγκι. Κάποιες φορές τον βοηθούσε η γυναίκα του που όμως πέθανε νωρίς και του άφησε τα μικρά τους παιδιά ορφανά! Μάνα και πατέρας μαζί… Είχε να καθαρίσει το σχολείο, ν’ ασπρίσει την ατελείωτη μάντρα και τις τουαλέτες, να φροντίσει τον κήπο, να κουρέψει τους θάμνους που οριοθετούσαν τα κηπάρια, να περιποιηθεί τις κυψέλες. Να πάει στις υπηρεσίες με έγγραφα και χαρτιά. Να χαράξει με ασβέστη τις γραμμές στο χωμάτινο προαύλιο που θα μας βοηθούσαν να κρατάμε τις θέσεις μας στις γυμναστικές επιδείξεις και ο χορός μας να δείχνει κύκλος και όχι ξεχαρβαλωμένο ελατήριο. Να συμπληρώσει ψιλή άμμο στο σκάμα και τα μονόζυγα… Ποτέ δε μας μάλωνε, ούτε μας «μαρτύραγε» στους δασκάλους αν και κάναμε τις ζαβολιές μας.
Μέσα στις πολλές ασχολίες που είχε ο κυρ- Κώστας, ήταν να μας ετοιμάσει και το συσσίτιο. Στο υπόστεγο, δίπλα από τις βρύσες, άναβε φωτιά και πάνω έβαζε ένα μεγάλο καζάνι. Έβραζε νερό, πρόσθετε μια μπεζ σκόνη και ζάχαρη. Ανακάτευε, ανακάτευε και όταν το γάλα ήταν έτοιμο, μπαίναμε στη σειρά τα παιδιά και με το κυπελλάκι μας στο χέρι, παίρναμε το πρωινό μας.
Το συσσίτιο ήταν προσφορά του Ο.Η.Ε.- της ούντρας- προς τα μη προνομιούχα, φτωχά παιδάκια της Ελλάδος. Το « Έχων δύο χειτώνας» και το «Αγαπάτε αλλήλους», έστελνε και στο δικό μας σχολείο, σκονόγαλο και κίτρινο τυρί. Το τυρί, εντάξει το πήγαινα σπίτι, το γάλα όμως… Εγώ είχα μια απέχθεια προς όλα τα γαλακτοκομικά που με ακολουθεί έως σήμερα. Η μανούλα μου δεινοπαθούσε με ‘μένα. Είχε δοκιμάσει όλα τα γάλατα. Ζαχαρούχο «Βλάχας». Πρόβειο και αγελαδινό από το γαλακτοπωλείο του Θανάση Πιά. Έβαζε μέσα κακάο, ζάχαρες, έφτιαχνε κρέμες «Άνθος αραβοσίτου». Δεν πήγαινε κάτω! Όταν αρρώσταινα με πίεζε να φάω γιαούρτι με ‘κείνη την πέτσα, από τον Πιά το έπαιρνε. Όποιος το έτρωγε έλεγε πως ήταν ποίημα! Εγώ τα ποιήματα του αναγνωστικού μου ήξερα. Στο σπίτι αρνιόμουν πεισματικά ν’ ανοίξω το στόμα μου. Στο σχολείο όμως… Πως να πεις όχι, που ο επιτηρητής-δάσκαλος με τα μαύρα γυαλιά αγρυπνούσε;
Εγώ όμως, είχα βρει τη λύση στο σοβαρό πρόβλημα που με απασχολούσε, όχι που δε θα την έβρισκα… Είχα σταμπάρει ένα θαυμάσιο άνοιγμα στα θεμέλια της βόρειας πτέρυγας του σχολείου, δίπλα απ’ τη σκάλα. Εκεί λοιπόν ξεφορτωνόμουν το γάλα. Ήξερα κι άλλα παιδιά που χύναν το γάλα τους, όπως επίσης ήξερα και παιδιά που πήγαιναν για δεύτερη μερίδα από το περίσσευμα.
Ένα χειμωνιάτικο πρωινό, ήταν μοιραίο να κάνω την επανάστασή μου, χωρίς να το θέλω και χωρίς να το καταλάβω καν. Είχα ένα πλαστικό, πτυσσόμενο κυπελλάκι με κλωναράκια ανθισμένης αμυγδαλιάς, δώρο από το ταξίδι του καλοκαιριού στους θείους μου στη Αθήνα. Αφού περίμενα στη σειρά, πήρα το ανεπιθύμητο σκεύασμα και το τακτοποίησα εκεί που ήξερα. Γύρισα να πάω στη βρύση να ξεπλύνω το ποτηράκι μου. Ο δάσκαλος που ήταν σοφός και σπουδαγμένος, αυτός με τα μαύρα γυαλιά που έκανε χρέη χωροφύλακα περιπολώντας στο προαύλιο, με τσάκωσε επ’ αυτοφώρω… Καθώς τον είδα πίσω μου, μου έκοψε το αίμα, γιατί όρεξη δεν είχα να μου την κόψει.
Και μου αστράφτει ένα χαστούκι… Για να μάθω να εκτιμώ αυτά που προσφέρουν τα καλά τέκνα του Θεού στους αδυνάτους, μου είπε. Και για να γίνω άνθρωπος για το δικό μου το καλό, μου είπε. Είδα πεταλούδες όλων των χρωμάτων. Θυμήθηκα τη Βουγιουκλάκη στο «Ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο» που μας είχαν πάει να δούμε με το σχολείο, στον κινηματογράφο ΡΕΞ του Μαράγκα. Και με έπιασε ένα παράπονο… Να κλαίω, να κλαίω με αναφιλητά. Δε θυμόμουν να ζήτησα ποτέ «Του Αβραάμ και του Ισαάκ τα’ αγαθά» από τους καλονοικύρηδες που μου τα έστελναν. Ούτε την ξενική τους φιλανθρωπία είχα ζητήσει. Εγώ δεν έπινα το σπιτικό μου γαλατάκι…
Περισσότερο απ’ όλα όμως, με πείραξε που είδαν τη σκηνή τα άλλα παιδιά! «Δεν ήταν που έπεσα και βάρεσα, ήταν που λασπώθηκα» όπως έλεγε και ο μπαμπάς μου. Πίστευα πως όλα τα παιδιά γελούσαν μαζί μου, αν και ‘κείνα παίζαν και μαλώναν μεταξύ τους. Οι φιλενάδες μου ήρθαν και με κοιτούσαν με θλίψη χωρίς να μιλάνε! Χτύπησε το κουδούνι, όλοι οι μαθητές μπήκαν στις αίθουσες και έμεινα έξω, μόνη σαν καλαμιά στον κάμπο. Δεν ξέρω γιατί το λένε αυτό, ποτέ δεν είδα καλάμι μοναχό του, αυτά βγαίνουν και ζουν πολλά μαζί! Έβαλα μαξιλάρι το χέρι μου στον τοίχο και ‘κεί ακούμπησα το βασανισμένο μου κεφάλι. Να κλαίω και να σκέφτομαι τρόπους να εκδικηθώ τον δάσκαλο. Να πάω να του τραβήξω μια ύπουλη κλωτσιά στο καλάμι; Αυτό θα το κατάφερνα! Για χαστούκι, ούτε λόγος. Δεν τον έφτανα. Να του κόψω μια δαγκωματιά στο χέρι που με βάρεσε; Μπα, δε θα είχε το ποθητό αποτέλεσμα, μου λείπαν τα μπροστινά μου δόντια. Ήταν τα χρόνια που τα άλλαζα. Τριτάκι ήμουν… Αν τον έκανε ο Θεός να πεθάνει; Καλά, αυτό θα ήταν το καλύτερο!
Είχα το μαύρο μου το χάλι! Μάτια κατακόκκινα, ξεχτένιστο με λυμένο τον άσπρο μου φιόγκο, όταν λίγο πριν χτυπήσει το κουδούνι για το διάλειμμα, ήρθε η καλή μου η δασκάλα η Κυρία Ζούμπου. Να με παρηγορήσει και να παρασταθεί στο δράμα μου. «Εκτίμησε», όπως φάνηκε, την ηρωική πράξη μου και τον αγώνα μου να απαλλαγώ από το σκονόγαλο του σχολικού συσσιτίου! «Δάσκαλε, η πράξη σου με χόρτασε και το φαΐ σου φάτο» ήθελα να του πω! Από ‘κείνη την ημέρα πάντως, δεν ξαναπήγα για ρόφημα και ούτε ξανασχολήθηκε κάποιος δάσκαλος μαζί μου.
Φτου ξελευτερία!
Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας «Εμπρός»