Γράφει ο Πέτρος Πιτσιάκκας
Φιλόλογος – Διευθυντής 1ου ΓΕΛ Ναυπάκτου
Παρουσιάζεται χωρίς να τον περιμένεις, με πρόσωπο άγριο και παγερό και σκοτεινό, με ύφος σκοτεινό και βλοσυρό, με δόντια σφιγμένα. Με αεροπλάνα και αλεξιπτωτιστές κρύβει τον ουρανό. Με καράβια σκεπάζει τη θάλασσα. Με τανκς και ξιφολόγχες καρφώνει το χώμα, κατακτά, χαράζει την πράσινη γραμμή, μοιράζει το νησί στα δυο. Από όπου περνάει δολοφονεί, καταστρέφει, βιάζει και αφήνει τα διαπιστευτήρια του: προσφυγιά, εκτελέσεις, αγνοούμενοι, ορφάνια, ερείπια, όλεθρος, κατοχή …! Αυτός είναι ο εισβολέας, ο κατακτητής!
Το έργο του γίνεται εύκολο όταν στο μέρος που εισβάλλει υπάρχει διχασμός, όπως έγινε το 1974, στις 20 του Ιούλη, ημέρα Σάββατο, στην Κύπρο. Τότε που ο ουρανός γέμισε με κόκκινα μισοφέγγαρα και ο εισβολέας – κατακτητής, η Τουρκία, έκοψε τη Μεγαλόνησο στα δυο, χωρίς αναστολές, χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς οίκτο! Για να μην ξεχνάμε, μέρες που είναι!
Εκείνο το ξημέρωμα καλοκαιριού, ο ήλιος ανατέλλει σκοτεινός στο νησί μας. Ο άλλοτε καταγάλανος ουρανός μαυρίζει από νωρίς και τα πουλιά δεν ανοίγουν τις φτερούγες τους. Απ’ άκρη σ’ άκρη του νησιού απλώνεται ο βόμβος του θανάτου και η κραυγή του θρήνου, του ολέθρου και της καταστροφής. Ο εισβολέας – κατακτητής από την Ανατολία, πατά με τις μπότες του τα ελληνικά χώματα της Μεγαλονήσου και η μισή Κύπρος αλυσοδένεται!
Η αναγγελία του πολέμου και η φράση «έρχονται οι Τούρκοι», μας πανικοβάλλει. Χιλιάδες κάτοικοι αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Τα αεροπλάνα πετούν πάνω από τα κεφάλια μας και οι βόμβες πέφτουν μέσα στα χωριά μας. Οικογένειες φεύγουν για να γλιτώσουν, να προλάβουν να μην σκοτωθούν από τους πυροβολισμούς και τους στρατιώτες που εισβάλλουν στα σπίτια, παίρνοντας αιχμαλώτους και “σπέρνοντας” το θάνατο στο πέρασμά τους. Οι περισσότεροι φεύγουν χωρίς να πάρουν τίποτα μαζί τους, με τα ρούχα που φορούν, δίχως φαγητό και νερό. Τα αφήνουν όλα, όπως ήταν, και τρέχουν για να γλιτώσουν. Άλλοι ετοιμάζουν μια βαλίτσα με μερικά πράγματα, με ένα κομμάτι ψωμί για τα παιδιά τους και χύνονται στα χωράφια, για να σωθούν. Όλοι τους πιστεύουν πως, αυτό που συμβαίνει, είναι παροδικό, πως, μόλις τελειώσει όλο αυτό το κακό, θα γυρίσουν στα σπίτια τους, θα επιστρέψουν στη ζωή τους.
Μάταιες ελπίδες! Η μπότα του εισβολέα – κατακτητή είναι βαριά και ασήκωτη, 50 χρόνια τώρα. Προχωρά με σχέδιο, γεννά παιδιά, δημιουργεί απογόνους, αλλάζει τη γεωγραφική και πληθυσμιακή σύνθεση του τόπου. Προσπαθεί να σβήσει το παρελθόν, να το αλλάξει σε σημείο που να μη θυμίζει τίποτα από το χθες. Οι μεγαλύτεροι, που έζησαν την εισβολή, λιγοστεύουν. Οι γεννημένοι μετά την εισβολή μαθαίνουν τα γεγονότα σαν ιστορία μιας άλλης εποχής. Κι ας στέκει απέναντι τους ο αλυσοδεμένος Πενταδάκτυλος, με το μαχαίρι του τούρκου κατακτητή καρφωμένο στα σωθικά του, υπενθυμίζοντας ότι η ιστορία συνεχίζει να γράφεται, και το κεφάλαιο δεν έκλεισε.
Ωστόσο, η μηχανή του χρόνου δεν μπορεί να σβήσει τα εγκλήματα της Τουρκίας στην Κύπρο και τη συνεχιζόμενη κατοχή. Η ιστορική μνήμη παραμένει ζωντανή και γρηγορούσα.
Γλυκό νησί! Η ιστορία σου εξιστορεί αγώνες κι αγχόνες, αιώνες τώρα! Νεκρούς και αγνοούμενους, χρόνια τώρα. Ο ήλιος κατακόκκινος βυθίζεται στις σκέψεις του, χάνεται, σβήνει κι ύστερα ξαναρχίζει την περιστροφή, αδιάκοπα ξαναγεννιέται.
Αυτά! Για να μην ξεχνάμε, μέρες που είναι ….!!