Παρά τα κούφια λόγια του συρμού η αποξένωση από το νόημα της πατρίδας και το ιστορικό παρελθόν έχει πάρει επιδημικές διαστάσεις. Ό,τι άλλοτε ήταν όραμα και ιδανικό, σήμερα ονομάζεται χίμαιρα και ουτοπία. Γι’ αυτό, το να μιλάς για ήρωες μες τους δικούς μας μικρόψυχους καιρούς, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Διστάζεις μπροστά στη δική τους μεγαλοσύνη, μπροστά στη δική μας μικρότητα. Ωστόσο, το αποτολμάς γιατί έχουμε ανάγκη από εθνικό φρονηματισμό, έχουμε ανάγκη από πρότυπα οραματισμού, ελπίδας, αγωνιστικότητας και προσδοκίας.
Ο Αγώνας των ελλήνων της Κύπρου εναντίον των άγγλων πριν από 64 χρόνια, για απελευθέρωση και ένωση με τη μητέρα Ελλάδα, εξακολουθεί να είναι το θαύμα που λειτούργησε για τέσσερα χρόνια αφήνοντας άναυδη την ανθρωπότητα του 20ου αιώνα. Από την 1η Απριλίου 1955 μέχρι το Φεβρουάριο 1959 οι φυλακές δεν έχουν τοίχους να αντιπαρατάξουν και οι αγχόνες αρχίζουν κατάπληκτες να τραγουδούν τον εθνικό ύμνο. Νέα ονόματα γράφονται με χρυσά γράμματα στην ιστορία του έθνους, στη συνείδηση κάθε έλληνα. Ονόματα, που έχουμε χρέος να μνημονεύουμε ευλαβικά, καθώς και τη θυσία τους, γιατί είναι ανάγκη να γίνουν οράματα εφήβων, αν θέλουμε η Κύπρος, και γενικά ο ελληνισμός, να μη λυγίσει, σ’ αυτούς τους εθνομηδενιστικούς καιρούς, και να χορέψει λεβέντικα, όπως ο Γρηγόρης Αυξεντίου, στις φλόγες του Μαχαιρά.
Ο Γρηγόρης Αυξεντίου, προδομένος και περικυκλωμένος από τους άγγλους, διώχνει τους συντρόφους του λέγοντας τους: «Εγώ θα πολεμήσω και θα πεθάνω. Πρέπει να πεθάνω. Αρκετή υπηρεσία πρόσφερα διδάσκοντας τα νέα παιδιά πώς να κρατάνε το όπλο και να πολεμούν. Τώρα, πρέπει να τους διδάξω και πώς να πεθαίνουν». Γίνεται ένα με την ιδέα της φυλής. Χορεύει το χορό του εθνικού μεγαλείου, το χορό του θανάτου, φωνάζοντας στους εχθρούς του « μολών λαβέ». Ο ήρωας, που θεωρεί τη ρωμιοσύνη ερωτευμένη μαζί του, περνά, μέσα από μια κόλαση φωτιάς, στην αθανασία. Το κρησφύγετο του Μαχαιρά γίνεται, από τότε, προσκυνητάρι, σύμβολο και μνημείο πατρίδας. Η μνήμη του μεγάλου μας αδερφού Γρηγόρη, μνήμη φλεγόμενη, αλλά όχι καιόμενη, μένει άσβηστη δάδα, σημαία ανένδοτη να φωτίζει όλες τις νύχτες των σκλάβων.
Ο Κυριάκος Μάτση δεν είναι ο αγωνιστής που τον αναδεικνύουν οι περιστάσεις. Δε θυσιάζεται σε μια στιγμή ενθουσιασμού, αλλά είναι ένας συνειδητός ήρωας. Το 1948, ως φοιτητής, παραλαμβάνοντας την ελληνική σημαία, από τον πρύτανη της Γεωπονικής Σχολής, διαβεβαιώνει: «Θα την κρατήσουμε ψηλά και θα την περιφέρουμε πάντα νικηφόρο. Υπό τας πτυχάς της θα τραβούμε πάντα στο θάνατο για την Ελλάδα». Και θυσιάζεται για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Η θυσία του είναι νίκη της αρετής. Αποδεικνύει πως η θέληση για τη θυσία νικά όλες τις δυσκολίες. Πιστεύει πως η ζωή δεν είναι ζήτημα ποσότητας, πλούτου και χρονικής διάρκειας, αλλά ζήτημα ποιότητας και πληρότητας. Γι’ αυτό και, όταν οι άγγλοι του προσφέρουν ένα υψηλό χρηματικό ποσό, για να προδώσει τον αρχηγό Γρίβα Διγενή, απαντά: «Ου περί χρημάτων τον Αγώνα ποιούμεθα, αλλά περί αρετής». Και στήνει ορόσημα αιώνια μέσα στην προσωρινότητα.
Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης είναι ένας ήρωας ποιητής. Το περήφανο ανέβασμα του στην αγχόνη είναι η πιο ωραία, η πιο γενναία ποίηση που γράφτηκε με αίμα. Ανατρέφεται με την Ελλάδα και αποδεικνύει πως η ποίηση είναι βίωση. «Για σένα Κύπρο αθάνατη, πατρίδα σκλαβωμένη, θα χύσω απ’ το αίμα μου κάθε σταλαματιά» τραγουδά και το κάνει πράξη. Πάντα στη σκέψη του αναδεύει τις ελεύθερες ανηφοριές και την πανώρια κόρη. Και σαν η ελευθερία αρχίζει να δρασκελάει τα ματωμένα χώματα της Κύπρου, ξεσηκώνοντας τους κατοίκους της για τις μεγάλες στιγμές, ο Ευαγόρας αφήνει τα μαθητικά θρανία και «παίρνει μιαν ανηφοριά και ανεβαίνει τα σκαλοπάτια της λευτεριάς». Η δράση του είναι παράτολμη και θαρραλέα, ώσπου μια χειμωνιάτικη νύχτα, όπως ο ίδιος προφητικά γράφει, «το σκοτάδι πέφτει κι οι εχθροί σκλαβώνουν τον τρανό τον κλέφτη».
Ακολουθούν φρικτά βασανιστήρια. Είναι η ώρα που ανακριτές χωρίς όσφρηση, ανακρίνουν τα γιασεμιά, «που το μόνο που ομολογούν είναι ότι αγαπάνε τον τόπο τους». Στο ειδικό δικαστήριο ο Ευαγόρας δηλώνει: «ό,τι έκανα το έκανα ως έλληνας κύπριος που ζητά την ελευθερία του». Και οδηγείται στην αγχόνη. Μα, τη νύχτα που φεύγει, δεν μαραίνουν τα γιασεμιά, ζωντανεύουν πιο πολύ. Τις τελευταίες του ώρες, πριν το θάνατο, γράφει: «Ώρα 7:30 μ. μ. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου, η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί …». Υπάρχουν, άραγε, πολλές φυλακές που να έχουν δει τέτοια γενναιότητα μπροστά στο θάνατο;
64 χρόνια, μετά από εκείνο τον ηρωικό Αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α., ό,τι και να πούμε, για τους ήρωες του 1955-59, θα είναι φτωχό και λειψό, γιατί το μεγαλείο τους δεν το έχουμε αντιληφθεί, σε όλη του την έκταση, αφού για τους μεγάλους, τους γενναίους και τους δυνατούς, αρμόζουν τα μεγάλα, τα γενναία και τα δυνατά. Η ψυχική μεγαλοσύνη υπήρξε πάντα η κρυφή δύναμη του ελληνισμού. Γι’ αυτό και ο ελληνοκύπριος ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης γράφει πως «η ρωμιοσύνη θα χαθεί όντας ο κόσμος λείψει».
31/3/2019
Ο Πέτρος Πιτσιάκκας είναι Φιλόλογος, Διευθυντής του 2ου ΓΕΛ Ναυπάκτου